
Στα “Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού” οι λέξεις υποκλίνονται στη σιωπή
Το να ανεβάσει κανείς σήμερα στο θεατρικό σανίδι τα «Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» είναι μια απόφαση με ρίσκο καλλιτεχνικό και βαθιά υπαρξιακό. Το έργο του Mark Medoff δεν ζητά μόνο τεχνική αρτιότητα και σκηνοθετική ευαισθησία, απαιτεί από ηθοποιούς και θεατές να βουτήξουν στα βαθιά νερά της σιωπής, της γλώσσας των χεριών και της διαφορετικότητας. Δεν είναι μια ιστορία που «παίζεται» στη σκηνή, αλλά μια εμπειρία που βιώνεται με τον ίδιο τρόπο που η επικοινωνία υπερβαίνει τα όρια της ομιλίας και φωτίζει τον πυρήνα της ανθρώπινης επαφής.
Διόλου τυχαία το έργο θεωρείται “επαναστατικό”, καθώς δεν επιδιώκει μόνο τη σύγκρουση, αλλά αναδεικνύει, με το λυτρωτικό του ανάστημα, τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων απέναντι στα ταμπού και τις προκαταλήψεις που για χρόνια σκιάζουν τα άτομα με κώφωση. Μιλά για τη σημασία της επικοινωνίας εκεί όπου οι λέξεις συχνά αποτυγχάνουν, για την αγάπη, την ταυτότητα και την ανάγκη να ακουστεί η σιωπή.
Η ιστορία του έργου παρακολουθεί τη συνάντηση ενός δασκάλου σε σχολείο κωφών με μια πρώην μαθήτρια του σχολείου, η οποία εργάζεται πια ως καθαρίστρια. Εκείνη έχει επιλέξει να ζει σιωπηλά, αρνούμενη να “διαβάζει τα χείλη”, να προσαρμοστεί, να εξημερωθεί από τον κόσμο των ακουόντων. Εκείνος, γεμάτος ιδανικά, βλέπει σε αυτήν μια “επαγγελματική πρόκληση” – μια ψυχή που θέλει να βοηθήσει να «ανοιχτεί» στον κόσμο. Όμως το μάθημα είναι τελικά γι΄αυτόν, γιατί η επικοινωνία δεν είναι ζήτημα ακοής, αλλά κατανόησης.
Μέσα από τις σιωπές, τις συγκρούσεις και τη λεπτή, σχεδόν επικίνδυνη οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους, το έργο ξεγυμνώνει τον πυρήνα της ανθρώπινης επαφής. Μιλά για την αγάπη, όχι ως ρομαντικό καταφύγιο, αλλά ως πεδίο μάχης, για την επικοινωνία όχι ως τεχνική, αλλά ως ανάγκη και για την ταυτότητα όχι ως κοινωνική ταμπέλα, αλλά ως υπαρξιακό δικαίωμα.
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος “τόλμησε” να αγγίξει το ευαίσθητο σύμπαν του και το μετέφερε στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα – Ληναίος Φωτίου με περίσσιο σκηνοθετικό θάρρος. Και λέμε θάρρος, γιατί το εγχείρημά του αυτό καλείται να αναμετρηθεί με τη “βαριά” κληρονομιά του έργου που έχει αφήσει το στίγμα του τόσο στη θρυλική κινηματογραφική του μεταφορά του 1986 με την Μάρλι Μάτλιν και τον Ουίλιαμ Χαρτ όσο και σε ιστορικές θεατρικές παραστάσεις: από την ιστορική συνεργασία της Έλλης Λαμπέτη και του Λευτέρη Βογιατζή το 1981 σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη, μέχρι την πιο πρόσφατη αναβίωση του από τον Γιάννη Βούρο και την Πέγκυ Τρικαλιώτη.
Η σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου
Τα “Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού” είναι ένα έργο που μας ζητά να ακούσουμε αλλιώς. Η «εύκολη» ανάγνωση, η επιφανειακή συγκίνηση δεν αρκεί. Απαιτείται λεπτότητα, ακρίβεια, καθαρότητα: στη σκηνοθεσία, στην κίνηση, στη ροή της γλώσσας των σημείων.
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος προσεγγίζει το έργο με μινιμαλισμό, επιλέγοντας να απογυμνώσει το θέατρο από κάθε περιττό σκηνικό ή τεχνικό στοιχείο, ώστε να φωτίσει την ουσία της επικοινωνίας. Η σκηνοθεσία του θυμίζει παρτιτούρα ήχου και σιωπής· κάθε παύση αποκτά το βάρος μιας λέξης, κάθε βλέμμα τη δύναμη μιας φράσης που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Τίποτα δεν περισσεύει: ο χώρος, τα σώματα, το φως και το σκοτάδι λειτουργούν ως δομικά στοιχεία ενός ευαίσθητου, σχεδόν ποιητικού σκηνικού κόσμου. Με το να απομακρύνει τους σκηνοθετικούς «θορύβους» και να αφήνει το κοινό να ακούσει τη σιωπή, ο Παπαδόπουλος δημιουργεί έναν χώρο όπου η απουσία του ήχου μετατρέπεται σε ανάσα και ρυθμό. Αφήνει τους ήρωές του να αναπνεύσουν, να σιωπήσουν, να συγκρουστούν και να αγαπηθούν χωρίς σχολιασμό, υπενθυμίζοντας πως το θέατρο δεν είναι μόνο ο τόπος του λόγου, αλλά ο τόπος όπου ο λόγος και η σιωπή ξαναμαθαίνουν να συνυπάρχουν.
Οι ερμηνείες
Στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, η Ευσταθία Τσαπαρέλη και ο Πάρης Θωμόπουλος ενσαρκώνουν με ακρίβεια και ευαισθησία δύο ανθρώπους από διαφορετικούς κόσμους, που παλεύουν να γεφυρώσουν τις κοινωνικές και προσωπικές τους αντιφάσεις. Οι ερμηνείες τους μετατρέπουν τη σκηνή του Θεάτρου Άλφα Ληναίος- Φωτίου σε πεδίο σιωπηλής συγκίνησης.
Η Ευσταθία Τσαπαρέλη προσφέρει μια ερμηνεία που ξεπερνά τα όρια της τεχνικής αρτιότητας και αγγίζει τη σφαίρα του βιώματος. Σε έναν ρόλο που απαιτεί έντονη σωματικότητα, ακρίβεια στην κίνηση και εσωτερική ένταση, η ηθοποιός αποδίδει με θαυμαστή φυσικότητα τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας που παλεύει ανάμεσα στη σιωπή και στην ανάγκη της να επικοινωνήσει. Χωρίς ίχνος επιτήδευσης, η ηθοποιός μετατρέπει τη σιωπή σε συναίσθημα, την κίνηση σε λέξη, το βλέμμα σε εξομολόγηση.
Η σχέση που χτίζει με τον Πάρη Θωμόπουλο είναι μοναδικά συγκινησιακά φορτισμένη, γεμάτη εύθραυστες ισορροπίες και βαθιά ανθρωπιά. Ο Πάρης Θωμόπουλος αναλαμβάνει τον απαιτητικό ρόλο του δασκάλου – ενός ανθρώπου που πλησιάζει μια κωφή γυναίκα με την πρόθεση να τη «σώσει», να τη βοηθήσει να επικοινωνήσει, αλλά τελικά έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του αντιφάσεις και τα όριά του. Με εξαιρετική εσωτερικότητα και πειθαρχία, ο ηθοποιός αποδίδει με ακρίβεια την αμφιθυμία του χαρακτήρα του: από τη μία, ο ρόλος του «δασκάλου» που καθοδηγεί, κι από την άλλη, η ανικανότητά του να σπάσει το φράγμα που δημιουργεί η αμεσότητα και η καθαρότητα του κόσμου της ηρωίδας.
Στους δευτερεύοντες ρόλους, η Άντρια Ράπτη, ο Μιχάλης Γεωργακόπουλος, ο Δημήτρης Δεληγιάννης και η Σοφία Σίμου προσφέρουν φρέσκες και γεμάτες ενέργεια ερμηνείες, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της ιστορίας.
Ιδιαίτερη δύναμη στην παράσταση δίνει η επιλογή να παρουσιαστεί το έργο σε δύο γλώσσες ταυτόχρονα. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται ανάμεσα στον προφορικό λόγο και τη νοηματική γλώσσα, αποδίδοντας κάθε σκηνή και στα δύο επίπεδα έκφρασης. Αυτή η διπλή γλωσσική παρουσία δεν λειτουργεί απλώς ως τεχνική επιλογή, αλλά ως ουσιαστικό δραματουργικό σχόλιο: φωτίζει τη δυνατότητα της τέχνης να γεφυρώνει κόσμους και να υπενθυμίζει πως η επικοινωνία δεν είναι ζήτημα φωνής, αλλά κατανόησης
Συμπέρασμα
«Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» είναι μια παράσταση υψηλής συναισθηματικής έντασης, που φωτίζει τις αλήθειες των ανθρώπινων σχέσεων με σπάνια ευαισθησία. Σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα, το έργο μας καλεί να επανεκτιμήσουμε την έννοια της αγάπης, της επικοινωνίας και της σύνδεσης πέρα από τα όρια που θέτουν οι προκαταλήψεις. Μέσα από την εξαιρετική σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου και τις πρωταγωνιστικές ερμηνείες, η σιωπή αναδεικνύεται όχι ως αδυναμία, αλλά ως ειλικρινή μορφή επικοινωνίας.
Πηγή: www.news247.gr
























