
Είναι άδικο να θυμόμαστε τον Σαββόπουλο μόνο ως “μακρυμάλλη” ή μόνο ως “κουρεμένο”
Τι άλλο υπάρχει άραγε να γραφτεί για τον Διονύση Σαββόπουλο και δεν έχει ειπωθεί τα τελευταία 24ωρα που έχουν μεσολαβήσει από όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του σε ηλικία 81 ετών;
Μάλλον τίποτα, μετά τόσες πολλές προσωπικές αφηγήσεις.
Καταρχάς, από τους ανθρώπους που στάθηκαν με κάποιον τρόπο πλάι του στην ασύλληπτη καλλιτεχνική του πορεία και είχαν κάτι να διηγηθούν από την μαγική στιγμή που η ιδιοφυία γίνεται κοινοκτημοσύνη. Κι έπειτα από όλους τους υπόλοιπους που δεν τον γνωρισαν ποτέ προσωπικά αλλά ο Σαββόπουλος υπήρξε βίωμά τους, παίζοντας τοσους πολλούς και διαφορετικούς, πρωταγωνιστικούς και κόντρα ρόλους στην καθημερινότητά τους εδώ κι έξι δεκαετίες: ίνδαλμα, καθοδηγητής, συνένοχος, αποσυνάγωγος, διανοούμενος, προδότης, κόκκινο πανί, κατεστημένο, εθνική συνείδηση, σεβάσμιος γέροντας, εθνικός θησαυρός, πλέον αθάνατος.
Δεν έχω τόσο δυνατά συναισθήματα. Ως «ηλικιωμένος millennial» δεν ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε μαζί του, στα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης οι δικοί μου ήρωες ήταν άλλοι. Δεν ήταν ο «εθνικός μας καλλιτέχνης» στο σπίτι, αλλά ούτε και αισθάνθηκα ποτέ στην ατμόσφαιρα κάποια αναπόδραστη απογοήτευση για κάποια μεγάλη «προδοσία», ας πούμε ότι η 80s κατεύθυνση του Σαββόπουλου έτρεφε μια ήπια δυσαρέσκεια.
Το έργο όμως ήταν πάντα εκεί. Τόσο πλούσιο και βαθύ, καινοτόμο και αντιφατικό. Δε γίνεται να μην έρθει η στιγμή που θα καταλάβεις ότι στον Μπάλο συμβαίνουν πράγματα απίστευτα, ότι λίγοι δίσκοι μπορούν να προκαλέσουν την έγερση/ένταση που προκαλούν τα 10 Χρόνια Κομμάτια, ότι κανένας δεν έχει γράψει τόσο ευθύβολα λόγια δανείζοντάς μας τόσες πολλές φράσεις/τίτλους/συνθήματα για να επικοινωνούμε εδώ και μισό αιώνα. Περιττό επίσης να αναφερθεί και η άλλη στιγμή: εκεί που μεταλλάδες και γκοθάδες, λαϊκοί και εναλλακτικοί, ρέιβερς και παλικάρια συντονιζόμαστε τραγουδώντας το «Ζεϊμπέκικο» – δεν είναι ο εθνικός μας ύμνος, είναι το εθνικό μας ritual.
Όμως και η μετά θάνατον συζήτηση είναι ενδιαφέρουσα. Στις μέρες μας, κανείς δεν μπορεί να πεθάνει ήσυχα, φυσικά ούτε ο Σαββόπουλος. Ευτυχώς, από μια άποψη, Αφενός μεν, γιατί ούτε ο ίδιος μάλλον θα ήθελε οι αιχμές του να ξεχαστούν από το «ο νεκρός δεδικαίωται». Κι αφετέρου γιατί είναι πνευματική δειλία να τα αφήνουμε όλα στον «πανδαμάτορα χρόνο» και τον «ιστορικό του μέλλοντος», σε ευφημισμούς μπαλαντέρ για να πετάμε την μπάλα στην εξέδρα. Να αποφεύγουμε δηλαδή τις συζητήσεις που θα μας κάνουν να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τα συλλογικά υπαρξιακά μας.
Το ζήσαμε πριν τέσσερα χρόνια με τον Μίκη Θεοδωράκη, το ζούμε αυτές τις μέρες και με τον Διονύση Σαββόπουλο. Είναι μικρό το χωριό μας κι όταν ξεχωρίζουν τα μεγάλα του μεγέθη, πότε φαντάζουν σαν φύλακες άγγελοι και πότε σαν σκιάχτρα. Κι αν το σοκ να βλέπουμε τον Μίκη στην εξέδρα του συλλαλητηρίου δίπλα στους χρυσαυγίτες, το ξεπεράσαμε συνωμοτώντας ότι «ήταν κάποιος άλλος», για τον Σαββόπουλο το πολιτικό closure ίσως δεν έρθει ποτέ. Δειγμα του μεγέθους κι αυτό.
Έχει και μια βιωματική διαφορά, τουλάχιστον έτσι όπως τον καταλαβαίνω εγώ, ετούτος ο δημόσιος θρήνος. Οι πάλαι ποτέ «προδομένοι» αριστεροί θρηνούν τον δημιουργό, φροντίζοντας να οριοθετηθεί το πένθος τους ως κάπου μεταξύ Ρεζέρβας και Τραπεζάκια Έξω, δημιουργώντας και τονίζοντας την απόσταση ασφαλείας από το «επάρατο» Κούρεμα. Οι (ακρο)κεντρώοι-δεξιοί στους αποχαιρετισμούς τους εξυμνούν κυρίως τον πολιτικό άνδρα, εκείνον που πήρε θαρραλέες κι αντιδημοφιλείς αποφάσεις αποφασίζοντας «να μην ενδώσει στον λαϊκισμό του κυρίαρχου ρεύματος», καλλιτεχνικά προτιμούν να τον θυμούνται στο Ηρώδειο παρά στο Ροντέο.
Ανθρώπινες προσεγγίσεις, η συζήτηση περί σχέσης ιδιοκτησίας του καλλιτέχνη από το κοινό του είναι έτσι κι αλλιώς πολύ παλιά, δεν αρχίζει ούτε τελειώνει ακόμα και σε μύθους όπως ο Σαββόπουλος. Αφήστε που ο fan, πόσο μάλλον ο πληγωμένος ή αυτός που αναζητά δικαίωση, είναι θεριό ανήμερο και σε τέτοιες περιστάσεις κυκλοφορεί με λυμένο το ζωνάρι.
Αλλά και προβληματικές προσεγγίσεις. Από τη μία, ο πούρος αριστερός δογματισμός που όχι μόνο δε συγχωρεί αλλά ούτε καν διανοείται ή επιτρέπει την αλλαγή πλεύσης. Κι όταν αυτή συμβαίνει δεν την αντιμετωπίζει, αλλά τη διαγράφει και την περιφρονεί. (Να μια καλή δουλειά για τον «ιστορικό του μέλλοντος»: να αποφανθεί αν η απουσία πολιτικών αρχηγών και προσωπικοτήτων της Αριστεράς από την κηδεία ήταν περισσότερο unfair ή αυτογκόλ;) Κι από την άλλη, η έντεχνη αποσιώπηση ότι ο Σαββόπουλος όχι μόνο έστριψε πολιτικά αλλά τα έβαλε κιόλας με όσους τον κριτίκαραν λες και ήταν υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσουν. Ίσως γιατί κι εκείνος, ένας νεο-ορθόδοξος Επαρχιώτης στην Ομόνοια πια, δεν μπορούσε να καταπιεί ότι δεν τον χρειάζονταν τόσο όσο στα χρόνια της χούντας ή της καχεκτικής δημοκρατίας.
Πού καταλήγουμε;
Είναι άδικο να θυμόμαστε τον Σαββόπουλο μόνο ως «μακρυμάλλη» ή μόνο ως «κουρεμένο». Κι αυτό, ευτυχώς, δε θα γίνει γιατί το πλαίσιο τελικά το βάζουν γενναίοι και ουσιαστικοί αποχαιρετισμοί σαν αυτούς που απεύθυναν ο Φοίβος Δεληβοριάς στα σόσιαλ και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στην κηδεία. Ο πρώτος γράφοντας ότι «ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθένα από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή (…) ανακάλυπταν πώς το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους». Κι ο δεύτερος, με φωνή που πάλευε να μην σπάσει, αναρωτήθηκε: «Μα τι θέλαμε επιτέλους; Να είσαι προβλέψιμος; Και ποιος θα έγραφε αυτά τα απρόβλεπτα τραγούδια;»
Πηγή: www.news247.gr

























