
Η Εύα Βίκτορ του “Sorry, Baby” είναι το μεγαλύτερο ταλέντο που γνωρίσαμε φέτος στο σινεμά
Πώς είναι η ζωή μετά από μια καθοριστική, τραυματική εμπειρία; Για την Άγκνες του Sorry, Baby είναι μια βουβή άσκηση στασιμότητας. Αλλά γύρω της, ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.
Όμως η Εύα Βίκτορ ήθελε αυτή η ταινία, κι αυτή η ηρωίδα, να είναι κάτι παραπάνω από –μόνο– το τραύμα της.
«Οι άνθρωποι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τείνουμε να ισοπεδώνουμε τους ανθρώπους που έχουν υποστεί τέτοιου είδους τραύμα», λέει η Βίκτορ σε μια συνέντευξή της. «Τους ζωγραφίζουμε ως τραγικές φιγούρες ώστε να μην τους κοιτάμε, για να πείσουμε τους εαυτούς μας πως άσχημα πράγματα συμβαίνουν μόνο σε συγκεκριμένα είδη ανθρώπων, όχι σε ανθρώπους σαν εμάς».
Γι’αυτό και η ταινία της ξετυλίγεται με έναν τελείως απρόσμενο τόνο και αίσθηση αφηγηματικού ρυθμού, με μια εντυπωσιακά καθαρή ελλειπτική αφήγηση που ρέει.
Η Άγκνες αγωνίζεται να διαχειριστεί ένα συμβάν, τη στιγμή που τα πάντα γύρω της πάντα την επιστρέφουν σε αυτό. Σε μια κομβικής σημασία στιγμή της ταινίας, η κάμερα ακολουθεί την Άγκνες από κοντά. Η λήψη σταδιακά γίνεται μακρινή. Μετά γίνεται ακίνητη. Μετά γίνεται «τυφλή» (σταματάμε να την βλέπουμε) κι ο χρόνος τρέχει. Μετά ακολουθεί το πίσω μέρος του σώματός της κι ο χρόνος φρενάρει.
Όσα συνέβησαν, δε θα μας τα πει η ψυχρή αποστασιοποιημένη εικόνα – θα μας τα πει η ίδια η Άγκνες. Δική της η αλήθεια, δικοί της οι όροι.
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο στην ταινία, είναι το πώς η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτρια Εύα Βίκτορ (που πρωταγωνιστεί κιόλας στο ρόλο της Άγκνες) καταφέρνει όμως να ντύσει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω από την ηρωίδα της με μια απίστευτη, από-τη-ζωή-βγαλμένη μίξη τραγωδίας και χιούμορ.
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο κέρδισε το ενδιαφέρον όπου κι αν προβλήθηκε. Έκανε πρεμιέρα στο Σάντανς, όπου και πήρε βραβείο Σεναρίου. Παίχτηκε στη συνέχεια στο φεστιβάλ των Καννών, και συγκεκριμένα ως ταινία λήξης στο διακεκριμένο τμήμα του Δεκαπενθημέρου, όπου το να προβληθεί ένα ντεμπούτο λέει πάρα πολλά. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες, συζητήθηκε, και πρόσφατα προτάθηκε μέχρι και για Χρυσή Σφαίρα για την ίδια τη Βίκτορ – μια μάλλον απρόσμενη υποψηφιότητα ερμηνείας, δείγμα ενός πάθους που υπάρχει για την ταινία.
Θα μεταφραστεί άραγε και σε οσκαρική υποψηφιότητα; Δε θα ήταν απίθανο να προταθεί για Όσκαρ Σεναρίου η ταινία – συχνή μοίρα αυτών των μικρών ανεξάρτητων ταινιών που καταφέρνουν καμιά φορά να στριμωχτούν στα Όσκαρ έστω και σε αυτή μόνο την κατηγορία. Παλεύει για να στριμωχτεί, σε μια πολύ ανοιχτή κατηγορία, αλλά ακόμα κι αν δεν τα καταφέρει η μεγάλη νίκη είναι ήδη εκεί: Οι πάντες πρόσεξαν, και έδωσαν σημασία σε ένα νέα ταλέντο που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο πιο ξεχωριστό ανεξάρτητο φιλμ της χρονιάς.
Η ΕΥΑ ΒΙΚΤΟΡ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΜΙΚΟ BACKGROUND
Η Εύα Βίκτορ (που χρησιμοποιεί ως pronouns και το θηλυκό, και το ουδέτερο) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1994 και σύντομα η οικογένειά της μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο. Μεγαλώνοντας σπούδασε ηθοποιία και γραφή θεατρικού κειμένου, αλλά βρέθηκε γρήγορα σε μια κωμική ομάδα να εξασκεί αυτοσχεδιασμούς.
Είναι μια τάση που μπορείς να δεις πώς σχημάτισε το χιούμορ της αλλά και κάποιες αισθητικές αναφορές της στο Sorry, Baby. Η Βίκτορ πέρασε από την σατιρική φεμινιστική σελίδα Reductress πριν περάσει στο βίντεο, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε χιουμοριστικά βίντεο στα social της και στο Comedy Central. Αυτά είδε ο Μπάρι Τζένκινς (του Moonlight, και μια από τις πιο σημαντικές φωνές του αμερικάνικου σινεμά του 21ου αιώνα) και θέλησε να την πείσει να σκηνοθετήσει η ίδια την πρώτη της ταινία – στην οποία ο Τζένκινς είναι παραγωγός.
Ένα είδος στεγνού χιούμορ που αντλεί καύσιμο από την απόγνωση της παρατήρησης και τον παραλογισμό την καθημερινότητας, παραμένει ολοζώντανο και μέσα στο τελικό φιλμ. Και είναι κάτι που τελικά ακολουθεί τη Βίκτορ σε όλα τα στάδια της πορείας της.
Σε ένα πρόσφατο προφίλ στη Vogue, εξομολογείται πως βρέθηκε στην κωμωδία σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Ξεκίνησε να κάνει θέατρο θέλοντας να ερμηνεύσει Τσέχωφ και Ευριπίδη αλλά όπως παραδέχεται, «κανείς δεν με έβαζε στο καστ αυτών των έργων. Προσπαθούσα συνεχώς να ερμηνεύσω σοβαρούς μονολόγους κι οι πάντες γελούσαν». Η Βίκτορ, όπως σημειώνει το άρθρο,
δεν μπορεί να μην είναι αστεία.
Τι συμβαίνει όμως όταν αυτό το άτομο, με αυτή την ιδιόμορφη σύγκρουση πρόθεσης και τόνου, επιχειρήσει να αφηγηθεί κάτι δυσβάσταχτα σκοτεινό;
Γράφαμε κατά την κυκλοφορία του φιλμ στην Ελλάδα πως: «Υπάρχει κάτι τολμηρό και άφοβο στην ταινία, κάτι το ακατηγοριοποίητο στον τόνο και τη δομή του. Η ίδια η Βίκτορ πρωταγωνιστεί και παραδίδει μια καθηλωτική, αφτιασίδωτη ερμηνεία που παραπέμπει σε κάτι τρομερά γειωμένο και ρεαλιστικό χωρίς την παραμικρή επιτήδευση. Το λουκ της ταινίας έχει κάτι το αιχμηρό, κάτι το συναρπαστικά ακατέργαστο στο πώς κοιτάζει τους περιβάλλοντες χώρους, τα πρόσωπα των ανθρώπων, τη νύχτα.
[Η αφήγηση πραγματοποιεί] μια σύνδεση εμπειρίας και μνήμης, για το πώς επιλέγουμε από ποια οπτική γωνία θυμόμαστε τις διάφορες αναμνήσεις. Αλλά και για το πώς βιώνουμε την εμπειρία του περάσματος του χρόνου. Τόσο μέσα από τα διάσπαρτα στα χρόνια επεισόδια, όσο και στο πώς ο χρόνος κυλά και η σκηνή συστέλλεται και διαστέλλεται ενώ τη βιώνουμε.
Όχι μόνο λοιπόν με την ιστορία και τη δομή της, αλλά και με τα αισθητικά του στοιχεία, το φιλμ εντείνει την αίσθηση πως παρακολουθείς κάτι αληθινό – κάτι που αναπτύσσεται απρόβλεπτα και οργανικά, αγκαλιάζοντας κάθε του αιχμηρή γωνία, κάθε επίπονη λεπτομέρεια, κάθε αμήχανη σύγκρουση διαφορετικών τόνων. Κάθε στιγμή μοιάζει σαν μια μικρή εξιλέωση».
Η ΕΥΑ ΒΙΚΤΟΡ ΣΤΟ NEWS24/7: «ΗΘΕΛΑ Η ΤΑΙΝΙΑ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΓΚΝΕΣ»
Νωρίτερα τον χειμώνα, το NEWS24/7 είχε λίγο χρόνο με την Εύα Βίκτορ σε μια σύντομη συνέντευξη μέσω zoom. Η Βίκτορ μας ανέλυσε την πιο σημαντική σκηνή της ταινίας – εκείνη όπου δεν βλέπουμε τι συμβαίνει στην Άγκνες – και μας ανέλυσε την πρόθεση και τις κινηματογραφικές επιρροές πίσω από τη δημιουργία του φιλμ, από Κισλόφσκι και Μιγιαζάκι μέχρι το Mean Girls.
Θα ήθελα να ξεκινήσω με κάτι που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ταινία: όσα δεν βλέπουμε στην οθόνη, όσα δεν απεικονίζονται. Μπορείς να μιλήσεις λίγο για αυτή την απόφαση και για το πώς διαχειρίστηκες το γεγονός ότι το συμβάν δεν εμφανίζεται ποτέ άμεσα, αλλά παρ’ όλα αυτά διαπερνά ολόκληρη την ταινία;
Εύα Βίκτορ: Ναι, απόλυτα. Ο βασικός μου στόχος, φτιάχνοντας την ταινία, δεν ήταν να απεικονίσω αυτού του είδους τη βία, αλλά να υπάρχει παρ’ όλα αυτά μια έντονη αίσθηση έντασης.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Ποτέ δεν είχα σκοπό να μπούμε μέσα στο σπίτι. Ήταν πάντα: η Άγκνες μπαίνει μέσα, εμείς περιμένουμε, περιμένουμε, περιμένουμε, και μετά η Άγκνες βγαίνει κρατώντας τις μπότες της και τη διπλωματική της. Ήταν πάντα πίσω από κλειστές πόρτες.
Και, πρώτα απ’ όλα, δεν ήθελα το κοινό να χρειαστεί να περάσει μέσα από αυτό. Δεν ήθελα να δείξω την Άγκνες να το βιώνει, γιατί, ειλικρινά, μου φαινόταν περιττό. Το νόημα της ταινίας δεν είναι η σεξουαλική βία – είναι μια φίλη που κρατάει έναν άνθρωπο όρθιο μέσα από τη σεξουαλική βία και το οδυνηρό μετά.
Οπότε, στην πραγματικότητα, αυτή η σκηνή μάς οδηγεί στην Άγκνες στη μπανιέρα, να λέει τι της συνέβη με τους δικούς της όρους, με τα δικά της λόγια, όταν επιτέλους νιώθει ασφαλής. Το να το δείξουμε νωρίτερα θα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια παραβίαση της ιδιωτικότητάς της. Δεν ήθελα το κοινό να είναι μπροστά από εκείνη. Μου φαινόταν σχεδόν σκληρό να ξέρουν τι της συνέβη πριν το ξέρει η ίδια. Χρειαζόμαστε τον χρόνο που της παίρνει να περπατήσει ως το σπίτι, να οδηγήσει πίσω, για να αρχίσει να χτίζεται αυτό το αίσθημα επικείμενης καταστροφής.
Και ήθελα η ταινία να την πιστεύει στον λόγο της. Γιατί και στην πραγματική ζωή δεν βλέπουμε τι συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες: ακούμε τι έχουν να πουν οι άνθρωποι και καλούμαστε να το δεχτούμε και να τους πιστέψουμε. Ήθελα, λοιπόν, η ηθική της ταινίας να είναι αυτή. Ότι αυτό είναι αλήθεια, αυτό συνέβη, έτσι το βίωσε εκείνη.
Ένα ακόμη στοιχείο που αγάπησα είναι ότι η ταινία μού θύμισε τον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο της δεκαετίας του 2000, το mumblecore. Ήταν πράγματι μέρος της έμπνευσής σου; Και γενικότερα, τι είδους κινηματογράφος σε εμπνέει;
Εύα Βίκτορ: Ναι. Όταν προσπαθούσα να χρηματοδοτήσω την ταινία, η ερώτηση που άκουγα συνεχώς ήταν: «Τι τόνο έχει; Ποιο είναι το είδος της;». Για μένα, η απάντηση ήταν ότι ήθελα να είναι μια όμορφη ταινία.
Ήθελα να μοιάζει με τις αγαπημένες μας όμορφες ταινίες, αλλά ταυτόχρονα να είναι αστεία. Ήθελα αυτά τα στοιχεία να συνυπάρχουν και να είναι πλεγμένα μεταξύ τους, χωρίς να θυσιάζεται το ένα για χάρη του άλλου. Είναι αστείο, γιατί υπάρχουν κάπως δύο διαφορετικές γραμμές αναφορών.
Από τη μία, ταινίες όπως το Certain Women, το 45 Χρόνια, το Όσλο, 31 Αυγούστου. Από την άλλη, υπάρχουν το Juno και το Mean Girls. Και κάπως βρίσκεσαι και στο Tampopo. Προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η χαρά και η πρόκληση για μένα ήταν πώς να μη θυσιάσουμε τίποτα από αυτά.
Σε κάποιες σκηνές χρησιμοποιούμε περισσότερο τη γλώσσα του δράματος και της τραγωδίας – όπως στη σκηνή στη μπανιέρα, όπου απομακρυνόμαστε από το πρόσωπο της Άγκνες μόνο μία φορά και μετά μένουμε σε αυτό το πολύ ευάλωτο κοντινό. Στη σκηνή με τον γιατρό που ακολουθεί, κόβουμε μπρος-πίσω, γιατί χτίζουμε ρυθμό και αστεία. Αυτό ήταν για μένα η πραγματική χαρά.
Οι αναφορές υπάρχουν, αλλά είναι διάχυτες. Υπάρχουν και πράγματα όπως το Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία… και η Κόκκινη… Και το Kiki’s Delivery Service! Είναι πολλά. Οπότε… ναι. Όλα και τίποτα.
Πηγή: www.news247.gr

























