
Αν ο πολεμιστής του ’40 μάθαινε για το ευρώ
Ας πούμε ότι πέφτετε μέσα σε μία χρονική δίνη. Και βρίσκεστε στην 28η Οκτωβρίου 1940. Οι νέοι άνδρες, με τα φύλλα επιστράτευσης ανά χείρας, ανεβαίνουν στο τρένο. Πλευρίζετε έναν από αυτούς και του ψιθυρίζετε το μυστικό.
«Αν ζήσεις, είναι πολύ πιθανό σε είκοσι χρόνια να βρίσκεσαι μετανάστης στη Γερμανία. Και αν μακροημερεύσεις και φτάσεις στην αρχή του επόμενου αιώνα, να ξέρεις ότι θα έχουμε κοινό νόμισμα με τη Γερμανία και την Ιταλία. Δεν θα υπάρχουν ούτε σύνορα ανάμεσα μας. Και κάποια στιγμή, όταν και οι τελευταίοι της γενιάς σου θα έχουν φύγει από τη ζωή, θα ζητήσουμε από τη Γερμανία να μας σώσει από άλλη μία χρεοκοπία…»
Ο νεαρός θα εκπλαγεί. Ισως σκεφτεί ότι η περιπέτεια που βρίσκεται μπροστά του θα αποδειχθεί μάταιη. Αλλωστε στο τέλος όλοι θα βρεθούμε γύρω από το ίδιο τραπέζι. Και ναι, θα έχει κάποιο δίκαιο. Η Ιστορία δημιουργεί συχνά αυτήν την πλάνη, κάνει το αίμα και τις θυσίες να δείχνουν άσκοπα ξοδέματα. Ομως εσείς θα του εξηγήσετε ότι για να έρθει το φως, κάποιος πρέπει πρώτα να διώξει το σκοτάδι. Και θα τον σπρώξετε για να μπει στο τρένο, μην τυχόν και αλλάξει γνώμη. Το σήμερα θα ήταν διαφορετικό με αλλιώτικο το χθες.
Ωστόσο αν βάλεις τις δύο εποχές, τότε και σήμερα, τη μία δίπλα στην άλλη, η αντίθεση τους σε κάνει να στοχάζεσαι. Πολεμήσαμε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, κι ύστερα φτιάξαμε μαζί τους μια Ευρώπη όπου τα όπλα αντικαταστάθηκαν από επιτόκια και τα χαρακώματα από τραπέζια διαπραγματεύσεων. Σήμερα αγοράζουμε τα αυτοκίνητα, τα ρούχα τους, τα ψυγεία τους και τις συνταγές τους για «δημοσιονομική πειθαρχία». Συμπαθούμε τους Ιταλούς. Και τους Γερμανούς;
Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μας με τους Γερμανούς έχει κάτι βαθύτερο, σχεδόν υπαρξιακό. Οι Γερμανοί διέδωσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία στην Ευρώπη, δημιουργώντας τα ερείσματα για τη στήριξη του ελληνικού αγώνα ανεξαρτησίας. Οι πρώτοι φιλέλληνες που ήρθαν να πολεμήσουν στην Επανάσταση ήταν Γερμανοί. Ακόμα και τα πορτρέτα των ηρώων του ’21, φιλοτεχνήθηκαν από χέρι Γερμανού. Ο πρώτος μας βασιλιάς, ο Οθωνας, έφερε μαζί του ένα κράτος φτιαγμένο στο Μόναχο. Νόμους, πειθαρχία, αρχιτεκτονική και μια εμμονή με τα πρωτόκολλα. Ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που ζητάμε «να λειτουργήσει επιτέλους το κράτος», εννοούμε να γίνει λίγο πιο γερμανικό. Το Δίκαιο, η Διοίκηση, η Αστυνομία, όλα έχουν κάτι γερμανικό μέσα τους.
Αφού πολεμήσαμε και νικήσαμε, τη Γερμανία, γεμίσαμε τα τρένα με μετανάστες που δούλεψαν στην ανοικοδόμηση της. (Ετσι εξηγείται και η αδράνεια μας στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων.) Σήμερα μισό εκατομμύριο από μας ζουν εκεί. Και όταν χρεοκοπήσαμε, στραφήκαμε στη Γερμανία για βοήθεια. Τη δαιμονοποιήσαμε ξανά. Αναβιώσαμε κατοχικά σύνδρομα, ρίξαμε σε αυτήν το ανάθεμα για τα δεινά μας.
Στις εθνικές επετείους ανατρέχουμε σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Σε αγώνες που έχουν τελειώσει, σε νίκες ή ήττες είναι τόσο μακρινές, όσο και μια ζωή που δεν ζήσαμε. Πολλές φορές δε, κάνουμε αντιστοιχίες που δεν στέκουν. Μιλάμε για τον ηρωισμό των Ελλήνων, λησμονώντας ότι εμείς δεν έχουμε μεγάλη σχέση με εκείνους. Απέχουμε μεταξύ μας όσο και τα χρόνια που μας χωρίζουν. Βέβαια τους τιμούμε. Τους δείχνουμε ως παράδειγμα στις γενιές που έρχονται. Και αναμετριόμαστε, εκ του ασφαλούς, με τους αγώνες τους. Λέμε ότι πολέμησαν για να έχουμε εμείς την ελευθερία μας. Δεν ξέρω αν είναι ακριβές. Πρωτίστως πολέμησαν για τις δικές τους ζωές.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο τίμιο που μπορούμε να πούμε γι’ αυτούς. Μέσα στο χάος, τον φόβο και την αβεβαιότητα σκέφτηκαν τον διπλανό τους, την οικογένεια τους, την ανάγκη να κρατηθούν ζωντανοί. Μόνοι τους. Μέσα στο τίποτα. Με μόνο όπλο την έλλειψη άλλης επιλογής. Κι αυτό είναι πιο ανθρώπινο από κάθε ηρωισμό που τους αποδίδουμε εκ των υστέρων. Αν θέλουμε να τους τιμήσουμε, ίσως να μην χρειάζεται να μιλάμε τόσο για αυτούς, όσο να κοιτάξουμε λίγο περισσότερο εμάς. Να σηκώνουμε το κεφάλι ψηλά, από υπερηφάνεια, αλλά να γνωρίζουμε και πότε πρέπει να το χαμηλώσουμε, από ντροπή.
Πηγή: www.news247.gr























