
Τα ΟΧΙ της 28ης 2025
Πόσο αδιανόητα βαρετό και κοινότοπο θα ήταν να τιτλοφορούσε κανείς ένα κείμενο ή ένα λόγο «Η επικαιρότητα του νοήματος της 28ης Οκτωβρίου 1940 σήμερα»…
Κι όμως… Aν μπορούσαμε να τινάξουμε από την αχλή της ανυπόφορης εθνοκεντρικής κοινοτοπίας αυτό το ταλαιπωρημένο «Όχι», νομίζω ότι θα συμφωνούσαμε πως η πρόταση «η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι επίκαιρη όσο ποτέ σήμερα», όσο τετριμμένη κι αν φαίνεται, άλλο τόσο ορθή είναι.
Απλώς, σήμερα με τον φασισμό δεν αναμετριέσαι στις κορυφογραμμές της Πίνδου, αλλά αλλού: στις πόλεις, στις συνοικίες, στις πρωτεύουσες, στα δικαστήρια, στην μεγάλη ανυπέρθετη μάχη των ιδεών. Μια μάχη που, συνηθίζω να λέω, αν δοθεί δεν σημαίνει ότι θα κερδηθεί με βεβαιότητα. Αν όμως δεν δοθεί είναι σίγουρο ότι θα χάνεται. Και αυτή η μάχη σήμερα χάνεται λόγω της ορμής των πολέμιων της δημοκρατίας αλλά και λόγω της υπνοβατικής αμεριμνησίας των «θεματοφυλάκων» της.
Αυτό ζούμε.
Το αντιφασιστικό πρόσημο, ακατάβλητο
Μοίρα αγαθή το έφερε ώστε η μία εκ των δύο εθνικών γιορτών της Ελλάδας να φέρει καθάριο αντιφασιστικό πρόσημο. Αυτό δεν είναι διόλου αυτονόητο. Το «Όχι» της 28ης δεν στράφηκε απέναντι στην Ιταλία γενικά, ούτε απέναντι στην Αλβανία από τα εδάφη της οποίας ξεκίνησε η επίθεση. Στρέφεται ενάντια στον ιταλικό φασισμό. Έτσι αποτυπώθηκε στη λαϊκή μνήμη ήδη από τον πρώτο εορτασμό της ημέρας αυτής από τους αναπήρους πολέμου μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη του Συντάγματος, σε συνθήκη κατοχικής παρανομίας το 1941.
Το «Όχι» είναι όχι στον Άξονα. Κάπως έτσι, την 28η την δεξιώθηκε όλο το διαιρεμένο έθνος. Κάθε παράταξη διεκδικούσε την «δικιά της» 28η με άλλη αφήγηση: η Αριστερά συνέχοντας το έπος του 1940 με το έπος της Εθνικής Αντίστασης -δύο έπη- ενώ η Δεξιά με το επίτευγμα των ελληνικών στρατευμάτων στην Πίνδο και την Αλβανία. Και τα δύο ισχύουν.
Η 28η στις μακρές διάρκειες του ελληνικού διχασμού (1944-1974) είχε σε όλους να δώσει. Πάντως, το ότι το αντιφασιστικό πρόσημό της δεν έσβησε ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας του 20ου αιώνα κάτι δείχνει για την αντοχή του. Ο αντιφασισμός του μηνύματός της ήταν πάντα ενοχλητικά παρών ακόμη και ποδοπατημένος κάτω από μιλιταριστικές παρελάσεις και αυταρχικές νουθεσίες ενός κράτους «εθνικού και ιδεολόγου».
Κάπως έτσι, η ελληνική μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη έκανε τα μαγικά της. Ένα κράτος σχεδόν φασίζον είχε εγκολπώσει μια εθνική αντιφασιστική γιορτή έστω και πασπαλίζοντάς την με Μαραθώνα, Θερμοπύλες και Γραβιά. Δεν είναι και λίγο, αν το σκεφτεί κανείς!
Όμως, αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, κάνει ωραία την 28η Οκτωβρίου είναι ότι είναι πραγματική. Είναι η μνήμη της στρατιωτικής απώθησης του φασισμού. Σε αντίθεση με την άλλη εθνική γιορτή των Ελλήνων, εδώ μιλάμε για γεγονότα. Όχι μύθους. Αυτό αντιθέτως που την κάνει κάπως μελαγχολική είναι ότι γιορτάζουμε την αρχή κι όχι το τέλος του πολέμου. Είναι γνωστά αυτά: το δικό μας «τέλος» ήταν η αρχή των νέων μεγάλων εμφύλιων περιπετειών του έθνους αργότερα.
Η ενότητα του αντιφασιστικού μηνύματος της 28ης ωστόσο, μπόρεσε να συστήσει μια οικουμενική εθνική μνήμη στην οποία προσχώρησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έκτοτε, Δεξιά και Αριστερά, περιλαμβανομένων ως κι εκείνων που κατακρεούργησαν την δημοκρατία.
Η 28η Οκτωβρίου έγινε κάτι σαν τον συγχωρεμένο Σαββόπουλο: οικουμενική. Όλοι κάτι δικό τους βρίσκουν σε αυτήν. Όπως έγραψε για τον μεγάλο τραγουδοποιό, ο Φοίβος Δεληβοριάς, «μας περιέχει όλους». Κάπως έτσι και η 28η.
Από τον αντιφασισμό στον μετα-φασισμό και πάλι στον αντιφασισμό
Σήμερα, 85 χρόνια μετά, βρισκόμαστε στο πιο εκτεταμένο διεθνώς κύμα προέλασης του νέου φασισμού από τη δεκαετία του ’30. Ο εν γένει ακροδεξιός, τραμπικός και λοιπές παραλλαγές λόγου που κυριαρχούν σήμερα από τη Γη του Πυρρός ως την Ιταλία και τις ΗΠΑ ως την Ουγγαρία δεν είναι ναζί, μπορεί να μην είναι καν «φασιστικός» ακριβολογώντας. Και επειδή οι λέξεις -και μάλιστα αυτές οι λέξεις- δόκιμο είναι να χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά διότι αλλιώς χάνουν τη σημασία τους, θα πρότεινα, ακολουθώντας τον Ιταλό διανοητή Έντσο Τραβέρσο να αποκαλέσουμε αυτόν τον πολιτικό εσμό που εμφανίζεται ηγεμονικά στη Δύση και σε όλον τον κόσμο μεταφασιστικό.
Ο «μεταφασισμός» είναι μια έννοια – πλαίσιο που χωρά τις σύγχρονες ηγεμονικές μορφές της Ακροδεξιάς, εθνικισμού και λαϊκισμού. Δεν είναι ο παραδοσιακός φασισμός αλλά κάτι καινούργιο, μεταβατικό, με ορισμένα κοινά στοιχεία αλλά και σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον παραδοσιακό φασισμό του Μεσοπολέμου. Ο Τραμπ δεν σκάει για τις ιδέες του Μουσολίνι σχετικά με το ολοκληρωτικό κράτος. Κι όμως ο σωματότυπος Τραμπ είναι ένας ιταλικός συνδυασμός Μουσολίνι με Μπερλουσκόνι. Ο μεταφασισμός δεν είναι μεν φασισμός, αλλά ξένος δεν του είναι.
Δυστυχώς, για τη Δύση, όσο απομακρυνόμαστε από το τέλος του Β’ΠΠ, ο μεταφασισμός κερδίζει ζωτικό έδαφος. Αποσαθρώνοντας τις ήδη αφυδατωμένες δημοκρατίες μας, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη. Η δημοκρατία, όμως, δεν είναι μια στιγμή. Δεν αποτελεί απόφανση καμίας εξουσίας. Είναι μια καθημερινή διαδικασία αγώνα και επαγρύπνησης. Η δημοκρατία, από τη φύση της, είναι αγωνιστική· δεν «ολοκληρώνεται» ποτέ, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε προσπάθεια πραγμάτωσης. Σε αντίθεση με ό,τι υπονοεί η κυρίαρχη αντίληψη των σύγχρονων φιλελεύθερων καθεστώτων, η δημοκρατία δεν είναι ένα επίτευγμα που κατακτάται οριστικά· είναι μια αδιάκοπη μάχη για τη διατήρηση και την εμβάθυνσή της.
Όταν μιλούμε για αγωνιζόμενη δημοκρατία, δεν εννοούμε τη «μαχόμενη» δημοκρατία που αποκλείει τους αντιπάλους της. Αντιθέτως, η δημοκρατία ανέχεται ακόμη και τους εχθρούς της, εφόσον η ιδεολογία τους δεν μετατρέπεται σε πράξη που παραβιάζει τον ποινικό νόμο. Αν, για παράδειγμα, ο Ηλίας Κασιδιάρης θέλει να γιορτάσει το «Όχι», ας το κάνει κι αυτός… Ελεύθερη χώρα είμαστε, όσο κι αν μας προκαλεί ο γόνος της «σποράς των ηττημένων του 1945»… Αν επιθυμεί να χαράξει στο σώμα του τη σβάστικα, η δημοκρατία τού το επιτρέπει. Μπορεί να το θεωρεί αισθητικά αποκρουστικό και ιστορικά προσβλητικό, αλλά το αντέχει. Δεν ανέχεται όμως η σβάστικα να γίνει κίνητρο για εγκληματικές πράξεις ή για επιβολή της στους άλλους, όπως έπραξαν ορισμένοι Χρυσαυγίτες. Εκεί η δημοκρατία θα είναι αυστηρή. Γενναιόδωρη είναι η δημοκρατία, δεν είναι ανόητη.
Η δημοκρατία λοιπόν δεν γνωρίζει «οριστική επικράτηση». Οι μεγάλες ιστορικές νίκες μάς το υπενθυμίζουν· χρειάζεται να τις θυμόμαστε, αλλά και να τις ανανεώνουμε. Ζει μέσα στις απειλές, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτές, και γι’ αυτό συνεχώς αγωνίζεται — σε διαφορετικά πεδία, με διαφορετικά μέσα, αλλά πάντοτε με στόχο την αυτοάμυνα και την εμβάθυνσή της. Οι αντίπαλοί της πάλι, ο φασισμός, ο ρατσισμός και ο ναζισμός το ίδιο κάνουν. Δεν είναι ξένα, εξωτικά δηλητήρια της ιστορίας μας· είναι δικά της τέκνα, όπως και τα φωτεινότερα επιτεύγματά της.
Τα κακά αυτά τέκνα δεν αντιμετωπίζονται με ευχολόγια ή ηθικολογικά ξόρκια. Θέλει αγώνα, όχι σπασμωδικές κινήσεις. Αγώνα ενάντια στην ατιμωρησία, όπως αυτόν που δόθηκε στα δικαστήρια που καταδίκασαν την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Αγώνα όμως και απέναντι στις καθημερινές, κοινότοπες αλλά δηλητηριώδεις ιδεολογίες που κανονικοποιούν τον φασισμό: τον επιθετικό εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό, την ισλαμοφοβία, τον ρατσισμό, την ομοφοβία. Ιδεολογίες που δεν περιορίζονται στην Άκρα Δεξιά, αλλά διαπερνούν οριζόντια την κοινωνία. Η κοινοτοπία του κακού (Χ. Άρεντ) διαβρώνει αμβλύνοντας ηθικούς φραγμούς οριζόντια. Το κακό δεν είναι μόνο το έγκλημα αλλά κι «ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος» που το αντέχει ή το επικροτεί (Β. Μπίρμαν).
Εμείς εδώ, έχουμε υποστεί υπερβολική δόση εθνοκεντρικής αφήγησης. Τόσο, ώστε τα παιδιά μας, αλλά και εμείς ως παιδιά, αδιαφορήσαμε και αφήσαμε να περνάει βαριεστημένα στα «πιο βαθιά χασμουρητά» (Σαββόπουλος πάλι) των σχολικών εορτών το αντιφασιστικό μήνυμα της 28ης Οκτώβρη. Είναι κρίμα για τη δημοκρατία μας να μην βιώνει αυθεντικά το κατεξοχήν αντιφασιστικό της συμβόλαιο. Γιατί η 28η είναι τέτοιο συμβόλαιο. Με όλον το σεβασμό, δεν είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Η μέρα αυτή δείχνει ότι η ένοπλη αντίσταση έχει νόημα ως μέσο αποτροπής της κατοχής και άρα του βιασμού του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Ελλήνων από τον (ιταλικό) φασισμό. Είναι ο ορισμός της δίκαιης βίας. Σήμερα, η εθνική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού είναι πλέον κεκτημένη. Άλλα είναι τα επίδικα. Η δημοκρατία είναι η εσωτερική μορφή της αυτοδιάθεσης· εκεί όπου η συλλογική βούληση γίνεται πράξη και η εξουσία λογοδοτεί στους πολίτες μέσα από μηχανισμούς θεσμικών αντιβάρων και κοινωνικών αντιστάσεων. Χωρίς αυτήν, η αυτοδιάθεση δεν είναι πολλά περισσότερο από μια πολιτική φαντασίωση – μια σημαία πάνω σε γη που κανείς δεν ρωτήθηκε αν θέλει να την κρατήσει. Γι’ αυτό παραπαίει.
Το «Όχι» της 28ης σήμερα δεν μας ζητά να το θαυμάσουμε, να το μουσειοποιήσουμε. Η παράδοση μιας πολιτικής κοινότητας δεν είναι αγαθό που μεταφέρεται ατόφιο από το παρελθόν στο μέλλον. Εξάλλου, την παράδοση αυτήν τη διαβάζουν κι εμπνέονται στον ίδιο χρόνο οι δύο Ελλάδες από το 1944 ως το 1974. Η μία βλέπει στρατό και η άλλη αντάρτες.
Και η ίδια η εθνική παράδοση έχει αυτά τα στοιχεία της επινόησης: όχι υπό την έννοια της αυθαιρεσίας αλλά της «μεροληπτικής» επιλογής. Μεροληπτικής επιλογής σημαίνει υποκειμενικής επιλογής, όχι ανέντιμης. Η πρόταξη του αντιφασισμού ως υπαρξιακή συνθήκη δημοκρατίας στο μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 είναι μια τέτοια επιλογή που υπηρετεί το παρόν.
Αυτό που κάνει δυνατή τη ρίζα μας δεν είναι μόνο το βάθος της. Είναι, πρωτίστως τα κλαδιά που καταφέρνει να πετάξει. Το «Όχι» στον φασισμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν μας φωνάζει να το λατρέψουμε σαν εθνική μούμια στις θλιβερές ρουτίνες των σχολικών εορτών. Μας φωνάζει να το συνεχίσουμε σήμερα που η δημοκρατία απειλείται.
Το κείμενο συνιστά απόσπασμα από τον πανηγυρικό λόγο του συγγραφέα για την 28η Οκτωβρίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: www.news247.gr























