
Mιχάλης Βαλάσογλου: Δεν μπορώ να φέρνω στη σκηνή “ένα κεφάλι χωρίς σώμα”
Τα βήματα του είναι πάντα απαλά και μαλακά, παρά το σθένος της φωνής του και τη δύναμη του σώματος. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου Είναι ένας ηθοποιός πολύπλευρος και αγόγγυστος, χαρισματικός και τόσο γήινος όσο και ονειροπόλος. Και όταν τον γνωρίσεις, τόσο γλυκός και συνεσταλμένος και τόσο ανοιχτός και διακριτικός συνάμα. Είναι από καλή πάστα αυτός ο άνθρωπος που θέλεις να τον έχεις στην παρέα σου και θέλεις να τον βλέπεις στη σκηνή και στην οθόνη.
Στο θέατρο, μπορείς να ορίσεις ποιες ήταν οι πιο σημαντικές σου στιγμές;
Δεν είναι απαραιτήτως οι πιο σημαντικές, αλλά σίγουρα θα έλεγα την Επίδαυρο και όταν παίξαμε στην Κίνα.
Είχαμε την τύχη να πάμε σε ένα διεθνές φεστιβάλ στη Σαγκάη, με μία παράσταση για τη ζωή της Φρίντα Κάλο. Ήταν σπάνια εμπειρία. Ήρθαμε σε επαφή με μια κουλτούρα τελείως διαφορετική από τη δική μας. Δεν μας έχουν ανάγκη σε τίποτα, είμαστε σαν εξωτικά όντα γι’ αυτούς.
Πώς είναι οι άνθρωποι εκεί από όσο πρόλαβες να καταλάβεις;
Κατ’ αρχάς, είναι φοβερός ο ενθουσιασμός τους, κάναμε τρεις παραστάσεις σε γεμάτο θέατρο 800 θέσεων. Θυμάμαι μας περίμεναν έξω από το θέατρο μετά την παράσταση να συζητήσουμε και να υπογράψουμε τα βιβλιαράκια τους, αυτοσχέδια άλμπουμ όπου είχαν κολλημένα τα εισιτήρια από κάθε παράσταση που είχαν πάει, με σχόλια, αναμνήσεις και αφιερώσεις από τους ηθοποιούς. Δεν έφευγαν ακόμη και όταν άρχισε να βρέχει και η αστυνομία προσπάθησε να τους διώξει, με το πρόσχημα της παρακώλυσης της κυκλοφορίας.
Υποτίθεται ότι δεν επιτρέπεται να στέκονται συγκεντρωμένοι στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα, γιατί θεωρείται ότι κάτι οργανώνουν. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι τους φάνηκε αδιανόητο το γεγονός ότι αυτοσχεδιάζαμε για κανά 20λεπτο, λόγω τεχνικού θέματος. Μας έλεγαν ότι στη θέση μας θα σταματούσαν. Μας ρωτούσαν ξανά και ξανά αν έχουμε την έγκριση του σκηνοθέτη και πώς ξέρουμε τι να πούμε, αφού δεν είναι γραμμένο. Προσπαθούσαμε να τους εξηγήσουμε ότι αυτό είναι κάτι θεμιτό, κάτι που ο σκηνοθέτης ενθαρρύνει, δεν το καταλάβαιναν.
Και η Επίδαυρος;
Η Επίδαυρος ήταν όλες τις φορές αξέχαστη. Θυμάμαι την πρώτη φορά, στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη, στο τέλος της παράστασης μια μεγάλη μερίδα του κοινού φώναζε «Αίσχος! Φύγετε από την Επίδαυρο!» και οι υπόλοιποι φώναζαν «Μπράβο» και χειροκροτούσαν με την ψυχή τους. Μας κατηγορούσαν ότι δεν σεβόμαστε το κείμενο και τους εξηγούσαμε ότι είναι αυτούσια η μετάφραση του Τσαρούχη. Δύσκολη και παράξενη καμιά φορά η συνάντηση με το κοινό, αλλά έτσι είναι.
Πόσο υποβλητική μπορεί να είναι η Επίδαυρος; Τη ζούσες με άγχος, με συγκίνηση;
Την πρώτη φορά με πίεση. Δύο πράγματα μου έρχονται στο μυαλό: το δέος εκείνης της πρώτης φοράς και το μετά, όταν αρχίζεις να νιώθεις πως, με έναν τρόπο, ανήκεις εκεί, δεν είσαι απλώς επισκέπτης. Όχι ότι το συνηθίζεις ποτέ… Αλλά «εμείς τη δουλειά μας», όπως λέει και ο Μολιέρος του Μπουλγκάκοφ. Όσο υποβλητικά κι αν λειτουργεί ο χώρος, εμείς είμαστε εκεί για να κάνουμε τη δουλειά μας, να πούμε την ιστορία.
Ο Σίμος Κακάλας, που ήμουν στην ομάδα του για χρόνια, μας μετέδωσε μία νοοτροπία μπουλουκιού: όπου κι αν βρεθούμε, αν χρειαστεί, στήνουμε πέντε τραπέζια, ανεβαίνουμε και παίζουμε. Κάθε χώρος έχει τις απαιτήσεις του, τις αφουγκράζεσαι και προσαρμόζεσαι. Σκεφτόμουν και αυτό που συμβαίνει στο Θέατρο Νο, που όταν παίζουν, πιστεύουν ότι τα πνεύματα των προγόνων και των παλιών ηθοποιών τους είναι εκεί, κάτω από το πατάρι. Στην Επίδαυρο, όταν συνειδητοποιείς ποιοι έχουν βρεθεί εκεί που στέκεσαι εσύ τώρα, σου δίνει απίστευτη δύναμη.
Σε τι επίπεδο ανακατεύτηκες με το θέατρο Νο που ανέφερες πριν;
Επειδή με τον Σίμο παίζαμε κυρίως με μάσκα, αναγκαστικά μελετήσαμε στην πράξη κουλτούρες που τη χρησιμοποιούν -οι Ιάπωνες έχουν τεράστια παράδοση. Μέσα από το training όλα αυτά τα χρόνια εμπνευστήκαμε πολύ μεταξύ άλλων και από εκεί. Επίσης, έχω κάνει μια εκπαίδευση στη Γαλλία στη μέθοδο Γκροτόφσκι, όπου χρησιμοποιούνται αντίστοιχες τεχνικές.
Να σε ρωτήσω κάτι πολύ απλοϊκό; Γιατί να θέλει ένας ηθοποιός να φορέσει μάσκα, που του «κόβει» τη μισή του δύναμη;
Πολύ εύλογη ερώτηση. Κατ’ αρχάς, μιλάμε συνήθως για μισές μάσκες, που σημαίνει ότι το μόνο εκφραστικό εργαλείο που μένει εμφανές από το πρόσωπο είναι το στόμα. Όταν μπεις στη μάσκα νομίζεις ότι εκεί μέσα μπορείς να κρυφτείς γιατί «δεν φαίνεσαι», αλλά στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός για τον θεατή.
Είναι δώρο αν τη σεβαστείς και μεγάλη παγίδα αν την υποτιμήσεις, σε εκθέτει. Πρέπει να αναπτύξεις μια διαφορετική συνείδηση του τι είναι η πειθαρχία και η ελευθερία στη σκηνή, ειδάλλως ο χαρακτήρας σου μοιάζει άψυχος, νεκρός. Επομένως ό,τι σου στερεί από το πρόσωπο, πρέπει να το αναπληρώσεις με ολόκληρο το σώμα. Η εκπαίδευση στη μάσκα είναι σπουδαίο εργαλείο υποκριτικής, ακόμα και όταν παίζεις χωρίς αυτήν.
Και κάπως έτσι μπορούμε να μπούμε «Στην Εξοχή», όπου εμφανώς παίζεις και με το σώμα. Είναι κάτι που σας κάλεσε η σκηνοθέτρια, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, να κάνετε ή είναι κάτι που σου ταιριάζει;
Όχι, ούτως ή άλλως κανένας, από όσους έχω συνεργαστεί τουλάχιστον, δεν είναι εκεί για να σου υπαγορεύσει τι ακριβώς θα κάνεις, πώς και πότε. Ο σκηνοθέτης προτείνει δραματουργία και φτιάχνει ένα σύστημα – η δουλειά του είναι να το κάνει να λειτουργήσει.
Δημιουργεί έναν κόσμο και σε καλεί να ζήσεις μέσα του, τα υπόλοιπα είναι δική σου δουλειά που την προσαρμόζετε από κοινού. Το «σωματικό θέατρο», είναι ένας πολύ ασαφής και παρεξηγημένος όρος στην Ελλάδα -δυστυχώς. Υπάρχει μια συζήτηση για το τι είναι «σωματικό θέατρο» και γιατί κάτι θεωρείται «σωματικό» και κάτι άλλο, όχι. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αυτό που κάνουμε «Στην Εξοχή».
Εννοούμε, ας πούμε, ότι χρησιμοποιείς έντονη κινησιολογία;
Εννοούμε να βρίσκεται το σώμα στο κέντρο – στο εκφραστικό και στο αφηγηματικό κέντρο. Δεν θα έλεγα «έντονη», γιατί μπορεί να είναι και πολύ ήπια, ή οπουδήποτε στο ενδιάμεσο. Είναι απλώς η προσέγγιση που μου αρέσει, δεν μπορώ να φέρω στη σκηνή «ένα κεφάλι χωρίς σώμα». Σε όποια παράσταση και αν είμαι -είτε πρόκειται για τον λοξό ρεαλισμό της «Εξοχής», είτε για τη μάσκα, είτε για τον «Φάουστ» που κάναμε πέρυσι-, ή για μια συναυλία – αναλόγιο, όπως κάναμε με τους Seeds το καλοκαίρι στη Μικρή Επίδαυρο, αυτός είναι ο τρόπος μου να προσεγγίζω τους χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης αντλεί από τις προτάσεις, καθοδηγεί και φτιάχνει τη σύνθεση. Άλλοτε «κόβει», άλλοτε ενισχύει και άλλοτε στρέφει το καράβι τελείως. Είναι ένας δημιουργικός διάλογος, αλλά με τον σκηνοθέτη επικεφαλής.
Παρατηρούσα πόσο αργά και εκφραστικά κατέβαινες τις σκάλες και πόσα «έλεγε» αυτό…
Χαίρομαι που το είδες. Μιλάμε οπότε για ένα «ομιλούν σώμα», ειδάλλως είσαι απλώς ένα κεφάλι που λέει λόγια. Αυτό δεν υπάρχει στη ζωή, πώς θα υπάρχει στη σκηνή; Δεν το λέω υποτιμητικά -ο λόγος είναι το κατεξοχήν θεατρικό εργαλείο, αλλά η αφήγηση δεν εξαντλείται εκεί. Το σώμα πρέπει να φέρει μια δραματουργία από μόνο του, πέραν από αυτήν του κειμένου, που μπορεί να ενισχύει ή να υπονομεύει τον λόγο, πάντα όμως τον συνοδεύει. Ούτως ή άλλως συνεχώς εκπέμπουμε νευρογλωσσικά σήματα, που κάτι επικοινωνούν στην πλατεία, ακόμα και στη σιωπή.
Ο κάθε θεατής μπορεί σε αυτό το έργο να δει κάτι δικό του: τον γάμο του, τον χωρισμό του, την απόγνωσή του, τις χαμένες ελπίδες, το άγχος του και το πόσο επιρρεπής μπορεί να είναι. Εσύ τι είδες σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Ποιο συναίσθημα;
Κατ’ αρχάς αντιλήφθηκα ότι αυτό το απίθανο κείμενο του Μάρτιν Κριμπ, που μοιάζει τόσο βερμπαλιστικό, τα λέει και ταυτόχρονα τα αποκρύπτει όλα την ίδια στιγμή, κάτι που κάνουμε συχνά και στη ζωή μας μιλώντας. Αναπόφευκτα -όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες- “If it’s not on the page, it’s not on the stage.” Το κείμενο είναι το άπαν. Και στο συγκεκριμένο κείμενο κάποιος θεατής μπορεί να δει την απόγνωση, όπως λες, αλλά μπορεί να δει και τη λαχτάρα, το μυστήριο, την αγωνία των ηρώων πριν το επόμενο βήμα, είναι κάθε άλλο παρά κλειστό σε αναγνώσεις.
Επομένως, «αγγλοσαξονικό» αυτό και ίσως λίγο… καθολικό-προτεσταντικό, με την έννοια της ευθύνης απέναντι στα πράγματα;
Ασφαλώς και αναθέτει μια ευθύνη και καλώς, ένα χρέος -και στον συγγραφέα και στον ερμηνευτή. Σου λέει, «Σου έχω δώσει έναν κόσμο στο χαρτί και εσύ θα του δώσεις σάρκα και αίμα. Εμπιστεύσου το, αρκεί -και με το παραπάνω». Και πράγματι, το κείμενό του αρκεί και με το παραπάνω.
Ίσως για αυτό και όσοι το βλέπουν νιώθουν και διαφορετικά πράγματα…
Ακριβώς. Κάτι που «διάβασα» και στον Ρίτσαρντ και στους άλλους δύο χαρακτήρες είναι η «δραματουργία της απουσίας». Η δραματουργία δεν βρίσκεται μόνο σε ό,τι παρίσταται αλλά και σε ό,τι απουσιάζει, είτε από τον λόγο, είτε από τα πρόσωπα. Εκεί ο θεατής μπορεί να συμπληρώσει τα καλοστημένα «κενά» όπως θέλει ο ίδιος. Παρόλο που υπάρχει ροή και εξέλιξη στην ιστορία, συνειδητοποιείς ότι το κουβάρι ξετυλίγεται μέσα από τη συγκάλυψη. Τα ίδια τα λόγια των χαρακτήρων ταυτόχρονα αποκαλύπτουν και συγκαλύπτουν. Είναι εξαιρετικά λεπτοφυές κείμενο, ακόμα κι αν το λεξιλόγιό του μοιάζει καθημερινό.
Και μιας και είπες κάτι πολύ ωραίο και σημαντικό: τελικά, πρέπει το θέατρο να δίνει απαντήσεις ή να προκαλεί και άλλα ερωτήματα;
Αλίμονο αν έδινε απαντήσεις! Ερωτήματα θέτει. Παίρνει έναν προβολέα και τον στρέφει σε μια πτυχή που ως τότε μπορεί να βρισκόταν στο σκοτάδι. Αλλά δεν δίνει απάντηση -και ευτυχώς! Έτσι ακριβώς συνέβαινε και με τον «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ, που παίζαμε επί τρία χρόνια, αλλά και με κάθε καλό έργο. Ο συγγραφέας φυσικά πάντα παίρνει θέση, αλλά ο καλός συγγραφέας δεν σου την επιβάλλει, η πρόθεση είναι να εκκινήσει ένας κοινωνικός διάλογος.
Το θέατρο είναι τόπος διαλόγου -κι ας μιλάει μόνο η μία πλευρά κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αν η παράσταση είναι δυνατή, θα γεννήσει και αναζητήσεις και προβληματισμούς κι αυτά με τη σειρά τους μοίρασμα, κουβέντες, πράξεις…
Και τι ωραία που στο θέατρο καθόμαστε λίγο σιωπηλοί.
Ναι, δυστυχώς δεν ησυχάζουμε ποτέ. Με την τεχνολογία στο χέρι, έχουμε μάθει στις ατέλειωτες, μικρές συνεχείς δόσεις ντοπαμίνης, έχουμε γίνει λίγο εξαρτημένοι από τη διέγερση. Έχουμε μάθει τον εγκέφαλό μας να διεγείρεται διαρκώς, ένας φαύλος κύκλος που σε κάνει να ζητάς συνεχώς το επόμενο και το επόμενο.
Παίρνουμε μια ψευδαίσθηση ενεργοποίησης, που πολύ σύντομα πέφτει στο κενό γιατί δεν μετουσιώνεται σε κάτι, είναι ατελέσφορη. Έχουμε την εντύπωση ότι αν μείνουμε χωρίς εξωτερικό ερέθισμα, ο εγκέφαλος θα πέσει σε ύπνωση, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν ανοιχτείς για λίγο στην επαφή με τον άλλον και το γύρω σου χωρίς την οθόνη, αρχίζεις και κατεβάζεις ιδέες, σκέφτεσαι λύσεις, νέες ερωτήσεις, ξυπνάει η φαντασία σου. Προσπάθησα να περάσω έτσι το φετινό μου καλοκαίρι, το είχα πολλή ανάγκη.
Ο συγγραφέας πάντως, σας «ταλαιπωρεί» τελικά…
Ξέρεις, αυτό που κάνει ο Κριμπ είναι βαθιά αισθητηριακό, παρόλο που οι ήρωές του είναι αποστασιοποιημένοι από την πραγματικότητά τους. Το κείμενο είναι γεμάτο αισθήσεις: αναφέρει ξανά και ξανά τη γεύση, την όραση, την αφή, την ακοή. Ενώ οι χαρακτήρες μοιάζουν ψυχροί, το λεξιλόγιο είναι φορτισμένο από αίσθηση.
Ούτε τους ένιωσα ψυχρούς· εγώ τους ένιωσα απελπισμένους. Όλους. Και τους τρεις.
Για μένα η απόσταση ξεκινάει από το μεταξύ τους. Είναι άνθρωποι σε απόσταση, τους χωρίζει ένα χάσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθούν λυσσαλέα να το γεφυρώσουν και να επικοινωνήσουν. Απλώς αποτυγχάνουν κατ’ επανάληψη.
Εσύ, παίζοντας ξανά και ξανά, οδηγείσαι κάθε φορά σε διαφορετικές σκέψεις; Ή από την αρχή έχεις μια συγκεκριμένη οπτική για τον ρόλο σου;
Όχι, καθόλου. Το δοκιμάσαμε από πολλούς δρόμους. Θυμάμαι ότι προς το τέλος, έλεγα στην Αικατερίνη ότι κοιτούσα τις πρώτες μου σημειώσεις προσπαθώντας να τις συμβιβάσω με τις πιο πρόσφατες, και εκείνη μου είπε: «Ξέχασέ τες. Κράτα της τελευταίας εβδομάδας». Προσεγγίσαμε το έργο από πολλές πλευρές μέχρι να φτάσουμε στην τωρινή εκδοχή. Ήταν σαν να μας καλούσε να το δοκιμάσουμε έτσι, αλλιώς, διαφορετικά. Και το καταπληκτικό είναι πως όλοι οι τρόποι λειτουργούσαν, όλοι υπάρχουν μέσα στο κείμενο. Το θέμα ήταν να συμφωνήσουμε -ο θίασος και η Αικατερίνη- ποια εκδοχή θα υπηρετήσουμε.
Αυτό είναι ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι του Κριμπ: Τι συνέβη «στ’ αλήθεια» και τι αφηγούμαστε ότι συνέβη. Αυτή η αντίφαση δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ένταση. Αναρωτιέσαι αν τα πράγματα έγιναν όπως τα λέει ο Ρίτσαρντ, ή όπως τα ανασκευάζει στην επόμενη σκηνή, ή όπως τα περιγράφει η Ρεβέκκα, ή όπως φαίνονται μέσα από τη μαρτυρία της Κορίν. Υπάρχουν πολλές εκδοχές του τι πραγματικά συνέβη και εμείς έχουμε διαλέξει τη δική μας, αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις μία και μοναδική ως την «πραγματική».
Info
Στην Εξοχή του Μάρτιν Κριμπ
Θέατρο Αποθήκη, Σαρρή 40, τηλ. 210 3253 153
Μετάφραση: Παναγιώτα Πανταζή | Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου | Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα
Μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης | Κίνηση: Χρυσηίς Λιατζιβίρη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου | Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Προβιάς
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά): Μιχάλης Βαλάσογλου, Μαρία Κυρώζη & Κίττυ Παϊταζόγλου
Πηγή: www.news247.gr
























