
Η “επιστροφή” των ΗΠΑ και η νέα ενεργειακή σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου
Τις τελευταίες ημέρες γίνεται συχνά λόγος για «ιστορικές συμφωνίες». Και πράγματι, όσα συμφώνησαν στα τέλη της περασμένης εβδομάδας οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών υπερβαίνουν τη συνήθη διπλωματική ρουτίνα.
Παρακολουθήσαμε μια εξέλιξη που μπορεί μόνο ως σημαντική αναβάθμιση των διμερών σχέσεων να χαρακτηριστεί – με επιπτώσεις που θα γίνουν αισθητές πολύ πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Και τούτο μάλιστα σε έναν τομέα πολιτικής που αναδεικνύεται ολοένα περισσότερο σε πεδίο σφοδρού διεθνούς ανταγωνισμού για ισχύ και επιρροή: την ενέργεια – ή, πιο συγκεκριμένα, τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία, με πρωταγωνιστικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο της παγκόσμιας γεωπολιτικής.
Στις συνεντεύξεις με τους φορείς λήψης αποφάσεων γίνεται αυτές τις ημέρες συχνά λόγος για μια «win-win» κατάσταση, για συμφωνίες δηλαδή που υποτίθεται ότι θα αποβούν προς όφελος και των δύο πλευρών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αμερικανικοί ενεργειακοί κολοσσοί, οι οποίοι εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια, συγκαταλέγονται ήδη στους κερδισμένους. Το αν τελικά θα αποδειχθούν ωφελημένοι και οι Έλληνες – όπως και οι συνδεδεμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που θα κληθούν να πληρώνουν επί σειρά ετών (και ακριβά) το υγροποιημένο φυσικό αέριο που μεταφέρεται με κόπο από τις Ηνωμένες Πολιτείες – είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Και τούτο, στην ώρα των γενικευμένων πανηγυρισμών, φαίνεται να απασχολεί ελάχιστους.
Αυτό που βιώνουμε έχει ιστορική σημασία και για έναν ακόμη λόγο. Η σχετικά μικρή Ελλάδα, χάρη στη στρατηγικά προνομιακή της γεωγραφική θέση και τη σαφή πολιτική βούληση της κυβέρνησής της, γίνεται η πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιδιώκει να εφαρμόσει πλήρως στην πράξη το ενεργειακό δόγμα του Αμερικανού προέδρου «Drill, Baby, drill». Είναι πλέον προφανές ότι, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις, η κλιματική αλλαγή – και η αντιμετώπισή της – δεν αποτελούν πολιτική προτεραιότητα.
Δεν στερείται ειρωνείας το γεγονός ότι ακριβώς τη στιγμή που στην Αθήνα η ελληνική κυβέρνηση υποδεχόταν τρεις υπουργούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες – μια τόσο υψηλόβαθμη αποστολή που από μόνη της αξίζει να καταγραφεί στα χρονικά της ελληνικής διπλωματίας – στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου στη Βραζιλία, αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων από ολόκληρο τον κόσμο συγκεντρώνονταν για την έναρξη της COP30. Εκεί, ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες απηύθυνε μια έντονα φορτισμένη συναισθηματικά έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να σταματήσει την αναζήτηση και τις γεωτρήσεις για ορυκτά καύσιμα – είτε πρόκειται για άνθρακα, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, δεν έχει καμία σημασία.
«Η Αμερική επέστρεψε – και κάνει γεωτρήσεις στο Ιόνιο Πέλαγος» δήλωσε εύστοχα η νέα πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία έφτασε στην Αθήνα με ένα εμφανώς καλά επεξεργασμένο σχέδιο, συνοψίζοντας με μια φράση το σύνθημα της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας. Οι Αμερικανοί στοχεύουν στη «μεγάλη εικόνα» – και η Ελλάδα φαίνεται να εντάσσεται ιδανικά σε αυτήν.
Σύμφωνα με την επίσημη επικοινωνιακή γραμμή της Ουάσιγκτον, ο σκοπός είναι να εκτοπιστούν οι ροές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Πρόκειται, εκ πρώτης όψεως, για έναν αξιόλογο στόχο, εφόσον συμβάλλει στον περιορισμό των εσόδων του πολεμοχαρούς καθεστώτος που επιτέθηκε στην Ουκρανία. Σε αυτό το σημείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ουάσιγκτον συμφωνούν· έως το 2027 δεν θα πρέπει να φτάνει στην Ευρώπη κανένα φορτίο υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τη Ρωσία.
Δίκαια, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο δεν πρέπει να εισέρχονται «από την πίσω πόρτα» – στην προκειμένη περίπτωση μέσω της άριστα διασυνδεδεμένης Τουρκίας – στα ευρωπαϊκά δίκτυα. Για να αποδείξει ωστόσο έμπρακτα τη βούλησή του να εμποδίσει τις ρωσικές ροές, ο Μητσοτάκης θα μπορούσε στο μεταξύ να στραφεί εναντίον των σκοτεινών δραστηριοτήτων του ρωσικού «σκιώδους στόλου».
Στην ελληνική κοινή γνώμη, η νέα ενεργειακή σύμπλευση με τις Ηνωμένες Πολιτείες προβάλλεται κυρίως ως επιτυχία στο διαρκές μπρα-ντε-φερ με την Τουρκία γύρω από τα θαλάσσια κυριαρχικά δικαιώματα. Πράγματι, το γεγονός ότι οι δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες επενδύουν κεφάλαια για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων νότια της Κρήτης αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια συμβολική κίνηση ενίσχυσης της ελληνικής θέσης.
Τα συμβόλαια με τις Chevron και ExxonMobil λειτουργούν ως πολιτική ασπίδα απέναντι στις τουρκικές – και λιβυκές – διεκδικήσεις και, στην καλύτερη περίπτωση, σηματοδοτούν το τέλος του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου του 2019. Το γεγονός ότι η Αθήνα αναβίωσε το, κατά τα άλλα όχι νέο, σχήμα «3+1» και ότι στην ευρύτερη στρατηγική, την οποία ενορχηστρώνει η Ουάσιγκτον, συμμετέχουν η Κύπρος και – κυρίως – το Ισραήλ, προσδίδει στις εξελίξεις πρόσθετο γεωπολιτικό βάρος. Ως εδώ καλά, θα μπορούσε να πει κανείς από ελληνικής πλευράς.
Σε όλα αυτά, η Τουρκία – τουλάχιστον όσο φτάνει το δικό μας βλέμμα – δεν φαίνεται να παίζει κανέναν ρόλο. Δύσκολα όμως μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιδιώκει με κάθε τρόπο να εδραιώσει την περιφερειακή του υπεροχή, θα αφήσει αναπάντητες τις νέες συμφωνίες της Αθήνας. Η Άγκυρα θα κινητοποιήσει κάθε μέσο, προκειμένου να μην περιθωριοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το πώς ο άνθρωπος που αυτή τη στιγμή φαίνεται να κινεί όλα τα νήματα θα καταφέρει να κρατήσει την Τουρκία ήσυχη – ή και να την εντάξει στο νέο σχήμα – παραμένει προς το παρόν εντελώς αβέβαιο. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει και γι’ αυτό το ζήτημα – την ουσία του προβλήματος – μια λύση, και ότι στο τέλος θα υπάρξει πράγματι μια αυθεντική win-win κατάσταση.
* Ο Δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι Κύριος Ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
Πηγή: www.news247.gr
























